Σχοινῄς

Σχοινῄς
Σχοινῄς, ῇδος, , epith. of Aphrodite, Lyc.832.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχοινής — ῇδος, ἡ, Α [σχοῑνος] προσωνυμία τής Αφροδίτης …   Dictionary of Greek

  • σχοινίς — (I) ίδος, ἡ, Α 1. το σχοινί 2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων 3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους 4. σχοινῄς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. σχιν ίς)]. (II) ίδος, ἡ, Α (ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”